- ὑπεραύξημα
- ὑπεραύξ-ημα, ατος, τό,A product of overgrowth, Praxag.[voice] Med.et Phylotim. ap. Gal. UP8.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπεραύξημα — product of overgrowth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεραύξημα — ήματος, τὸ, Α [ὑπεραυξά , νω] υπέρμετρη αύξηση … Dictionary of Greek